προβεβλημένον

προβεβλημένον
προβάλλω
throw
perf part mp masc acc sg (epic)
προβάλλω
throw
perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεξέχω — ΝΜΑ [ἐξέχω] εξέχω προς τα εμπρός, προέχω (α. «η στέγη δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά τής βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον μέρος καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ. γ. «τὸ τοῡ αἰγιαλοῡ προεξέχον», Αγαθ.) αρχ. υπερέχω, διακρίνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”